Εισαγωγή


Η πρωτοβουλία απογραφής των υγρότοπων της Ελλάδας από το WWF Ελλάς, ήταν η αφορμή και η έμπνευση για αντίστοιχη εθνική απογραφή των υγροτόπων και στην Κύπρο. Για την απογραφή ακολουθήθηκε η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε με επιτυχία στις απογραφές των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας.

Ως υγρότοποι, στο συγκεκριμένο πρόγραμμα,  θεωρήθηκαν φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη γενικώς (marshes), από μη αποκλειστικά ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα (fen), από τυρφώδεις γαίες (peatland) ή από νερό. Οι περιοχές αυτές μπορεί να είναι μονίμα ή προσωρινά κατακλυζόμενες με νερό, το οποίο μπορεί να είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και μπορεί να περιλαμβάνουν επίσης περιοχές που καλύπτονται με θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία (αμπώτιδα) δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα. Ο ορισμός αυτός απορρέει από το Άρθρο 1 της Σύμβασης Ramsar. Η ελάχιστη έκταση που λήφθηκε υπόψη για καθορισμό ενός υγροτόπου ήταν τα 1000 m2. Δεν χαρτογραφήθηκαν  γραμμικά συστήματα (χείμαρροι, ρύακες, ποτάμια) εκτός εάν αποτελούσαν τα ίδια τμήμα υγρότοπου ή περιείχαν σε κάποια σημεία τους μη γραμμικούς τμήματα (πχ φράγματα ανάσχεσης, πλημμυρικά έλη, κλπ).

Η πρώτη γνωστή απογραφή των υγρότοπων της Κύπρου έγινε από τους Δημητρόπουλο Ανδρέα και Δημητρόπουλο Σίμο, το 2008, στα πλαίσια του Έργου Medwet CODDE. Το έργο αυτό κατέληξε σε κατάλογο 160 υγροτόπων.

Το πρόγραμμα «Απογραφή των Κυπριακών Υγρότοπων», που ανέλαβε το Κυπριακό Ίδρυμα Προστασίας του Περιβάλλοντος – Terra Cypria, υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος “Fondation pour la nature”- MAVA. Η απογραφή ξεκίνησε το 2014 και είχε διάρκεια 18 μήνες. Με την ολοκλήρωσή της, απογράφηκαν συνολικά 373 υγρότοποι.

Αν και πολλοί υγρότοποι είναι γνωστοί και επισκέψιμοι, οι πληροφορίες για την κατάσταση και τον συνολικό αριθμό των υγρότοπων της Κύπρου, ήταν μέχρι σήμερα διασκορπισμένες ή και ανύπαρκτες.  Στα πλαίσια του Προγράμματος απογράφηκε με επιτόπιες επισκέψεις, το σύνολο σχεδόν των υγρότοπων της Κύπρου –με εξαίρεση μεμονωμένους που βρίσκονται εντός στρατιωτικών περιοχών-, και έγινε αξιολόγηση της κατάστασής τους, καθώς και χαρτογράφηση. Για πρώτη φορά συγκεντρώνεται σε μια ενιαία βάση δεδομένων, η διαθέσιμη βιβλιογραφία και σχετικές πληροφορίες.

Η οικολογική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία των υγρότοπων δεν μπορεί να παραβλεφθεί καθώς, φυσικοί ή/και τεχνητοί, αποτελούν περιοχές υψηλής βιοποικιλότητας, μεταναστευτικούς σταθμούς εκατοντάδων χιλιάδων πουλιών, καταφύγια διαχείμασης,  σημαντικούς δείκτες της επάρκειας και της κατάστασης του νερού και μοναδικό πόρο βιώσιμης ανάπτυξης.

Στα πλαίσια του Προγράμματος, διαπιστώθηκε ότι πολλοί από τους υγρότοπους, είναι υποβαθμισμένοι και εξακολουθούν να υποβαθμίζονται, κυρίως λόγω εκχερσώσεων, επιχωματώσεων, δόμησης, διάνοιξης δρόμων και περιορισμού ή αποστέρησης της τροφοδοσίας τους με νερό. Οι κύριες αιτίες που οδηγούν στην υποβάθμιση των υγρότοπων είναι: α) δημιουργία φραγμάτων που οδήγησε στην υποβάθμιση των υγρότοπων κατάντη αυτών, λόγω ανάσχεσης της τροφοδοσίας νερού β) μη ικανοποιητική εφαρμογή των νομοθεσιών γ) οι ισχυρές πιέσεις από την ανάπτυξη του τουρισμού στις παράκτιες περιοχές δ) η άγνοια κάποιων  αρμόδιων υπηρεσιών και των πολιτών για την παρουσία, τη σημασία και την αξία των υγρότοπων.

Πλέον, έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος και έχουμε αποκτήσει  και συγκεντρώσει πολύτιμη γνώση σχετικά με την κατάσταση, τη σημασία και την αξία των υγρότοπων της Κύπρου.